‘Ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ, που γράφτηκε πριν από 82 χρόνια για τη Σπιναλόγκα, το νησί της φρίκης και της απανθρωπιάς, μπορούν να διαβάσουν οι αναγνώστες μας. Ένα ρεπορτάζ που υπήρξε η πρώτη δημόσια αποκάλυψη του τρόπου που ζούσαν ζωντανοί-νεκροί οι εκατοντάδες λεπροί που "εξορίζονταν" σ΄αυτό το νησάκι στον κόλπο της Ελούντας, στο νομό Λασιθίου Κρήτης. Ένα νησάκι-κόλαση, που πήρε το όνομά του από τους Ενετούς, οι οποίοι το βάφτισαν στα λατινικά "spina lunga", που σημαίνει «μακρύ αγκάθι».
Το νησί των κολασμένων, η Σπιναλόγκα, μετατράπηκε σε χώρο απομόνωσης των χανσενικών, των λεπρών όπως τους ξέρομε, στα 1905, με απόφαση της βουλής της Κρητικής Πολιτείας. Αρχικά φιλοξενούσε μόνο τους ασθενείς από την Κρήτη, που πριν ήταν απομονωμένοι, ούτως ή άλλως, στα χωριά τους. Μετά την ένωση της Κρήτης στον ελληνικό κορμό, άρχισαν να μεταφέρονται εκεί ασθενείς απ’ όλη την Ελλάδα.
Μέχρι το 1929 οι λεπροί έμεναν ουσιαστικά μόνοι τους, δεχόμενοι μόνο τις επισκέψεις μερικών γιατρών, και καμιά φορά κάποιου κυβερνητικού παράγοντα για να τους υποσχεθεί, από απόσταση ….. « την κρατική στοργή και φροντίδα», που βέβαια δεν είδαν ποτέ, γεγονός που τους ανάγκασε, στη δεκαετία του 1950, να προχωρήσουν ακόμη και σε εξέγερση.
Το κολαστήριο, στο οποίο μαρτύρησαν εκατοντάδες άνθρωποι μέχρι το 1957 που οριστικά σταμάτησε να λειτουργεί το νησί ως τόπος απομόνωσης των λεπρών, επισκέφτηκε για πρώτη φορά ένας δημοσιογράφος για επιτόπιο ρεπορτάζ το καλοκαίρι του 1929.
Τουλάχιστον όπως εκείνος έγραψε, ήταν ο πρώτος που συνάντησε τους λεπρούς στα σπίτια τους, στη Σπιναλόγκα. Και μάλιστα για να έχει απόδειξη ότι πήγε στο νησί, σκιτσάρισε και έδωσε στη δημοσιότητα ανθρώπους που ζούσαν στον οικισμό των λεπρών.
Μέχρι το 1929 οι λεπροί έμεναν ουσιαστικά μόνοι τους, δεχόμενοι μόνο τις επισκέψεις μερικών γιατρών, και καμιά φορά κάποιου κυβερνητικού παράγοντα για να τους υποσχεθεί, από απόσταση ….. « την κρατική στοργή και φροντίδα», που βέβαια δεν είδαν ποτέ, γεγονός που τους ανάγκασε, στη δεκαετία του 1950, να προχωρήσουν ακόμη και σε εξέγερση.
Το κολαστήριο, στο οποίο μαρτύρησαν εκατοντάδες άνθρωποι μέχρι το 1957 που οριστικά σταμάτησε να λειτουργεί το νησί ως τόπος απομόνωσης των λεπρών, επισκέφτηκε για πρώτη φορά ένας δημοσιογράφος για επιτόπιο ρεπορτάζ το καλοκαίρι του 1929.
Τουλάχιστον όπως εκείνος έγραψε, ήταν ο πρώτος που συνάντησε τους λεπρούς στα σπίτια τους, στη Σπιναλόγκα. Και μάλιστα για να έχει απόδειξη ότι πήγε στο νησί, σκιτσάρισε και έδωσε στη δημοσιότητα ανθρώπους που ζούσαν στον οικισμό των λεπρών.
Ήταν ο δημοσιογράφος Άγγελος Σγουρός της εφημερίδας «Εμπρός» της Αθήνας, ο οποίος δημοσίευσε το οδοιπορικό του σε συνέχειες, από τις 29 Ιουλίου μέχρι την 1η Αυγούστου του 1929.
Ο τίτλος του πρώτου δημοσιεύματός του ήταν «Ο αργός θάνατος στο νησί των λεπρών», και υπότιτλο, «οι λεπροί δεν μαρτυρούν από την αρρώστια τους αλλά από την κοινωνική και πολιτική αδιαφορία».
Το πρώτο αυτό μέρος αναφέρεται γενικότερα στην κοινωνική προκατάληψη, την έλλειψη ευαισθησίας και φροντίδας του κράτους, ενώ ψέγει και τη στάση των πλουσίων της Αθήνας, που δεν συγκινούνται.
Παράλληλα επιτίθεται σε συνάδελφό του δημοσιογράφο άλλης εφημερίδας που είχε δημοσιεύσει πριν από 2 χρόνια, το 1927, ρεπορτάζ, αλλά χωρίς να πατήσει πάνω από 2 λεπτά στο νησί, όπως τον κατηγόρησε ο Σγουρός!
Στα επιτόπια ρεπορτάζ, αναδεικνύεται η ευαισθησία και η συμπαράσταση του δημοσιογράφου προς τους χανσενικούς, αλλά και οι προκαταλήψεις του.
Σημειώνομε ότι η μετάβασή του στη Σπιναλόγκα, είχε γίνει με την αφορμή επίσκεψης ενός υφυπουργού της κυβέρνησης Βενιζέλου, αλλά και γιατρών που τον ακολουθούσαν. Γράφει ο Σγουρός:
«Όλοι όσοι άκουσαν ότι θα πάω στη Σπιναλόγκα με χαρακτήρισαν για τρελό, πολλοί δε γυρίζοντας στην Αθήνα με κοιτάζουν με φρίκη ως φορέα της λέπρας, ίσως θα περίμεναν να περάσω και μέσα από τον απολυμαντικό κλίβανο δια να απαλλαγώ του φορτίου των μικροβίων της λέπρας ή των βακίλλων του Χάνσεν. Σε όλα αυτά φταίει η προκατάληψη.
Κατά την εδώ διαμονή μου επισκέφθηκα δυό φορές το νησί των λεπρών. Την πρώτη φορά ομολογώ, ότι πήγα με σφιγμένη καρδιά και έμεινα όσον προ διετίας και ο συνάδελφος που ανέφερα χθες.
Δεν είδα τίποτα, με το φρικώδες συναίσθημα ότι κάνω ένα λουτρό σε πύον λέπρας και έφυγα άρον-άρον, μη περιμένοντας ούτε τον υπουργό, ούτε τους ιατρούς, οι οποίοι ήσαν καταδικασμένοι να ακούσουν την γεμάτη φιλολογικές εξάρσεις προσφώνηση του Παπαφανουράκη (σ.σ. ήταν εκπρόσωπος των λεπρών).
Έπρεπε όμως να ιδώ και να πάρω σκίτσα. Δεν μου άρεσε να ακολουθήσω τον γνωστόν και αποκλειστικώς δημοσιογραφικό δρόμο, εναερίως επί των νώτων του Πηγάσσου της φαντασίας, με την βοήθεια του οποίου εισήλθε ο συνάδελφος, εις την “κόλαση” αυτή…..
Και ξαναπήγα την επομένη εξακριβώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, ότι η φιλοτιμία καταπνίγει πολλές φορές και τους ισχυρότερους δισταγμούς.
Κατά την εδώ διαμονή μου επισκέφθηκα δυό φορές το νησί των λεπρών. Την πρώτη φορά ομολογώ, ότι πήγα με σφιγμένη καρδιά και έμεινα όσον προ διετίας και ο συνάδελφος που ανέφερα χθες.
Δεν είδα τίποτα, με το φρικώδες συναίσθημα ότι κάνω ένα λουτρό σε πύον λέπρας και έφυγα άρον-άρον, μη περιμένοντας ούτε τον υπουργό, ούτε τους ιατρούς, οι οποίοι ήσαν καταδικασμένοι να ακούσουν την γεμάτη φιλολογικές εξάρσεις προσφώνηση του Παπαφανουράκη (σ.σ. ήταν εκπρόσωπος των λεπρών).
Έπρεπε όμως να ιδώ και να πάρω σκίτσα. Δεν μου άρεσε να ακολουθήσω τον γνωστόν και αποκλειστικώς δημοσιογραφικό δρόμο, εναερίως επί των νώτων του Πηγάσσου της φαντασίας, με την βοήθεια του οποίου εισήλθε ο συνάδελφος, εις την “κόλαση” αυτή…..
Και ξαναπήγα την επομένη εξακριβώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, ότι η φιλοτιμία καταπνίγει πολλές φορές και τους ισχυρότερους δισταγμούς.
Λεπρές στη Σπιναλόγκα |
Μπήκα από μια ενετική πύλη που αφήνει δίοδο διά μέσου του παλαιού τείχους του φρουρίου. Σ’ αυτήν την πύλη μπαίνοντας, είδα και εγώ, καθώς περιγράφει ο συνάδελφος, την επιγραφή που φέρει και η πύλη της κολάσεως του Δάντε, αλλά φεύγοντας δεν υπήρχε πλέον, είχε εξαλειφθεί, όπως είχε εξαφανισθεί από την ψυχή μου κάθε παλαιά αποτροπιαστική εντύπωση.
Μία πένθιμη αχλύς τυλίγει την ατμόσφαιρα και το τοπίο της Σπιναλόγκας καθώς το πρωτοαντικρίζω, αφού όμως είδα καλλίτερα, πείσθηκα ότι δεν είναι η αρρώστια που κάνει το νησί πένθιμο και αποκρουστικό, ούτε επειδή κατοικείται από λεπρούς, αλλά είναι μόνο του φυσικά τραχύ ξερό και εντελώς ακατάλληλο για ανθρώπους προπαντός δυστυχισμένους. Αυτό άλλωστε είναι το μεγάλο παράπονο των λεπρών και δια να εξακριβώσει αυτή την κατάσταση έφθασε ως το απόμερο καταφύγιό τους ο υφυπουργός της Υγιεινής.
Επαναλαμβάνω τα παράπονα που φώναζαν τα παραμορφωμένα στόματα
των λεπρών και ικέτευαν τα δακρυσμένα τυφλά μάτια τους: «Οι άνθρωποι μας εγκατέλειψαν, η πολιτεία μας επέταξε σ’ έναν έρμο τόπο χωρίς χώμα, χωρίς νερό, χωρίς σκιά πρασινάδας. Δεν θέλουμε να ζήσουμε με τους υγιείς, αλλά ζητούμε να μας δώσουν έναν τόπο καλλίτερο που να μας παρέχει κάποια γεωργική απασχόληση, που να μας κάνη να ξεχνούμε την μεμψιμοιρία μας για την αρρώστια...»
Η Σπιναλόγκα (Μακρύ Αγκάθι) είναι ένα παλιό Βυζαντινό φρούριο επιδιωρθωμένο έπειτα από τους Ενετούς. Βρίσκεται κτισμένο επάνω σ’ ένα νησάκι.
Επί Κρητικής Πολιτείας στα 1905 απεφασίσθη να περισυλλεγούν και να αποσταλούν εκεί οι επαιτούντες εις τας πόλεις της Κρήτης λεπροί. Από το 1912 δε αποστέλλονται και οι λεπροί-όσον είναι δυνατόν απολύτως-όλης της Ελλάδος. Έως τότε η Σπιναλόγκα με τα ψηλά μουράγια, τα δαυλιά, τις ντάπιες και τις μπουκαπόρτες, χρησίμευε αποκλειστικά ως φρούριον και ακόμη στα 1897 οι Κρήτες επαναστάτες έκαμαν ισχυρές προσβολές εναντίον των καταφυγόντων εκεί Τούρκων, αλλά παρεμποδίσθηκαν, όπως πάντοτε, υπό των παραπλεόντων Γαλλικών πολεμικών.
Με πρησμένα πρόσωπα
Το νεκροταφείο της Σπιναλόγκα |
Δέκα βήματα στο εσωτερικό δυό ματιές, μια γνωριμία στο φως της ημέρας και αμέσως αρχίζω να εξοικειώνομαι.
Γενικά όλων των λεπρών τα πρόσωπα είναι πρησμένα, φουσκωμένα τα χείλη και άλλων φαγωμένα, συνεσπασμένα σε κάποια γκριμάτσα που μοιάζει με στραβό χαμόγελο. Παραμορφωμένες μύτες κομμένες ως επί το πλείστον, αλλά επουλωμένες χωρίς να φαίνεται το κόκκαλο. Πολλοί είναι εντελώς στραβοί άλλοι μονόφθαλμοι, χωρίς βολβό και γενικώς όλοι προσβεβλημένοι στα μάτια. Αυτά είναι τα πρόσωπα που αντικρίζω. Η λέπρα είναι δύο ειδών: η φυματιώδης και η αναισθητική. Η αναισθητική είναι εκείνη που ακρωτηριάζει, παραμορφώνει, αφαιρεί τα δάκτυλα και κόβει τις μύτες. Εκείνοι που πάσχουν από την φυματιώδη λέπρα, απλώς πρήζονται παντού και γεμίζουν μεγάλα κόκκινα χαλκόχρωμα σπυριά που πότε ανοίγουν και τρέχουν και πότε κλείνουν.
Γενικά όλων των λεπρών τα πρόσωπα είναι πρησμένα, φουσκωμένα τα χείλη και άλλων φαγωμένα, συνεσπασμένα σε κάποια γκριμάτσα που μοιάζει με στραβό χαμόγελο. Παραμορφωμένες μύτες κομμένες ως επί το πλείστον, αλλά επουλωμένες χωρίς να φαίνεται το κόκκαλο. Πολλοί είναι εντελώς στραβοί άλλοι μονόφθαλμοι, χωρίς βολβό και γενικώς όλοι προσβεβλημένοι στα μάτια. Αυτά είναι τα πρόσωπα που αντικρίζω. Η λέπρα είναι δύο ειδών: η φυματιώδης και η αναισθητική. Η αναισθητική είναι εκείνη που ακρωτηριάζει, παραμορφώνει, αφαιρεί τα δάκτυλα και κόβει τις μύτες. Εκείνοι που πάσχουν από την φυματιώδη λέπρα, απλώς πρήζονται παντού και γεμίζουν μεγάλα κόκκινα χαλκόχρωμα σπυριά που πότε ανοίγουν και τρέχουν και πότε κλείνουν.
Νομίζω ότι δεν έχει εκλείψει παντελώς κάθε αίσθημα φιλαρέσκειας από τις γυναίκες. Το παρατήρησα από το ότι όλες σιάχνονταν όταν ήθελα να τις σχεδιάσω και έπειτα όπως όλες οι γυναίκες των σαλονιών ζητούσαν να δουν τα σκίτσα που τους έκαμα για να αντιληφθούν αν τις κολακεύω ή τις... παραμορφώνω περισσότερο. Το βέβαιον είναι ότι καθρέπτης δεν υπάρχει εκεί πουθενά. Καταλαβαίνω λοιπόν ότι μεταξύ των δεν τας πειράζει η ασχημία τους, αλλά στους ξένους, θέλουν να ελαττώνουν όσο το δυνατόν αυτήν την εντύπωση. Είναι άραγε από φιλαρέσκεια;
Συνηθίζω σιγά σιγά στο θέαμα αυτών των παραμορφωμένων προσώπων που με κοιτάζουν τόσο παράξενα και μέσα μου αρχίζει να καταπνίγεται ο φόβος και να επικρατή μόνον περιέργεια να μπω παρα μέσα, να δω πώς ζουν, και ακόμη να αντικρύσω τους φριχτότερα παραμορφωμένους που μένουν στα σπίτια, ακόμη να αισθανθώ αυτήν την φρικώδη οσμή που φλόμωσε τους πνεύμονας του προεπισκεφθέντος συναδέλφου, αλλά την οποίαν ματαίως ζητούν οι διεσταλμένοι ρώθωνές μου. Ισως να μη έχω αναπτυγμένο το αισθητήριο της οσφρήσεως, αλλά ούτε και κανείς άλλος μου είπε ότι αισθάνθηκε την φοβερή οσμή “της σαπρίας του τάφου”.
Συνηθίζω σιγά σιγά στο θέαμα αυτών των παραμορφωμένων προσώπων που με κοιτάζουν τόσο παράξενα και μέσα μου αρχίζει να καταπνίγεται ο φόβος και να επικρατή μόνον περιέργεια να μπω παρα μέσα, να δω πώς ζουν, και ακόμη να αντικρύσω τους φριχτότερα παραμορφωμένους που μένουν στα σπίτια, ακόμη να αισθανθώ αυτήν την φρικώδη οσμή που φλόμωσε τους πνεύμονας του προεπισκεφθέντος συναδέλφου, αλλά την οποίαν ματαίως ζητούν οι διεσταλμένοι ρώθωνές μου. Ισως να μη έχω αναπτυγμένο το αισθητήριο της οσφρήσεως, αλλά ούτε και κανείς άλλος μου είπε ότι αισθάνθηκε την φοβερή οσμή “της σαπρίας του τάφου”.
«Βγαίνουν στις πόρτες διαρκώς λεπροί…»
Μέσα στα στενά δρομάκια καθώς περνώ βγαίνουν στις πόρτες διαρκώς λεπροί. Είναι πολυάριθμοι, βρίσκονται εκεί περίπου 270. Οσφραίνομαι αναζητώντας την φρικώδη οσμή της αποσυνθέσεως, αλλά από κάποιο περβάζι παραθυριού στάζουν μερικές σταγόνες αρώματος βασιλικού της γλάστρας και δύο τρία ωραία γεράνια σκορπίζουν μερικές δέσμες από την φλογοκόκκινη χαρά τους.
Από ένα στενό παράθυρο κρέμεται ένας λεπρός με κουτσουριασμένα χέρια στους καρπούς. Τα αδυνατισμένα ξερά ατροφικά του χέρια έμοιαζαν με καϋμένα κούτσουρα. Κι ακόμη κάποιος καλόγηρος από το Καρπενήσι που βάλει από την πόρτα μιας τρώγλης την ειδεχθή μορφή του, φωνάζοντας κι αυτός τα παράπονά του για μια καλλίτερη διαβίωση.
Το “κουτσουρόκακο”, καθώς λέγεται, είναι ο ακρωτηριασμός. Πέφτουν τα δάχτυλα και μένουν ως τον καρπό. Μένουν δυό χέρια και δυό πόδια χωρίς δάχτυλα, αδύνατα, ατροφικά, μαυρισμένα σαν καϋμένα στη φωτιά.
Κάποια γραία εβδομηντάρα, αόμματη, καθισμένη στο κεφαλόσκαλο της εμπατής του σπιτιού της, προσπαθεί με τα απομεινάρια των χεριών της να διορθώσει το μαύρο τσεμπέρι που της τυλίγει το πρόσωπο.
Δίπλα της μια νέα, λεπρή και αυτή, αλλά με ελαχίστας εκδηλώσεις, γνέθει μαλλί. Η εικόνα αυτή μου θυμίζει χωριάτικο νοικοκυριό.
Μέσα στα στενά δρομάκια καθώς περνώ βγαίνουν στις πόρτες διαρκώς λεπροί. Είναι πολυάριθμοι, βρίσκονται εκεί περίπου 270. Οσφραίνομαι αναζητώντας την φρικώδη οσμή της αποσυνθέσεως, αλλά από κάποιο περβάζι παραθυριού στάζουν μερικές σταγόνες αρώματος βασιλικού της γλάστρας και δύο τρία ωραία γεράνια σκορπίζουν μερικές δέσμες από την φλογοκόκκινη χαρά τους.
Από ένα στενό παράθυρο κρέμεται ένας λεπρός με κουτσουριασμένα χέρια στους καρπούς. Τα αδυνατισμένα ξερά ατροφικά του χέρια έμοιαζαν με καϋμένα κούτσουρα. Κι ακόμη κάποιος καλόγηρος από το Καρπενήσι που βάλει από την πόρτα μιας τρώγλης την ειδεχθή μορφή του, φωνάζοντας κι αυτός τα παράπονά του για μια καλλίτερη διαβίωση.
Το “κουτσουρόκακο”, καθώς λέγεται, είναι ο ακρωτηριασμός. Πέφτουν τα δάχτυλα και μένουν ως τον καρπό. Μένουν δυό χέρια και δυό πόδια χωρίς δάχτυλα, αδύνατα, ατροφικά, μαυρισμένα σαν καϋμένα στη φωτιά.
Κάποια γραία εβδομηντάρα, αόμματη, καθισμένη στο κεφαλόσκαλο της εμπατής του σπιτιού της, προσπαθεί με τα απομεινάρια των χεριών της να διορθώσει το μαύρο τσεμπέρι που της τυλίγει το πρόσωπο.
Δίπλα της μια νέα, λεπρή και αυτή, αλλά με ελαχίστας εκδηλώσεις, γνέθει μαλλί. Η εικόνα αυτή μου θυμίζει χωριάτικο νοικοκυριό.
Σοκάκι στη Σπιναλόγκα |
Γιατί η εγκατάλειψη;
... Γιατί όμως αυτή η εγκατάλειψη των λεπρών στο άνυδρο αυτό ξερονήσι; Γιατί πρέπει να μαρτυρούν οι φριγμένοι λάρυγγές των για μια σταγόνα νερό; Αν δεν τους ποτίσει η θεια πρόνοια με το βρόχινο νερό της, αυτοί δεν πίνουν. Και το βρώμικο αυτό νερό μαζεύεται μέσα από τους ακάθαρτους δρόμους.
Αυτό είναι το μαρτύριο των καταδικασμένων “εγκληματιών” της Σπιναλόγκας, οι οποίοι έκαμαν το μεγάλο έγκλημα δια την κοινωνία μας να αρρωστήσουν.
... Γιατί να μην έχουν οι λεπροί δυο μόνο σπιθαμές γη να καλλιεργούν, όσων τα δάκτυλα μπορούν να σφίξουν ακόμη την τσάπα, ένα χωραφάκι, ένα μποστάνι, ένα περβόλι. Ετσι σιγά σιγά, με την εργασία, με κάποια απασχόληση θα βλέπουν μέσα από τους πέπλους της δυστυχίας που σκεπάζουν την αδυνατισμένη τους όραση, ότι υπάρχει στη ζωή μια ζυγαριά που στο ένα της μέρος βαραίνει λίγη χαρά, κάποια ευτυχία, ως αντίβαρο της πικρίας των.
Εκείνη η γυναίκα που έγνεθε μπορούσε να αρμέξει μια δυο κατσίκες να κάνει ένα νοικοκυριό σ’ ένα καθαρό σπιτάκι.
Με πόσον ολίγα πράγματα είναι δυνατόν να δημιουργηθεί κάποια βιώσιμος ζωή. Και πάλιν σκέπτομαι τους φιλανθρώπους της επιδείξεως και του φαρισαϊσμού, οι οποίοι αποφασίζουν να διαθέσουν τον οβολόν του περισσεύματός των δι’ αγαθοεργίας. Σκέπτομαι πόσον θα ήτο προτιμότερη γι’ αυτούς μία ηχώ από ένα στόμα λεπρού που μορφάζει στην παραμόρφωσή του. Άραγε θα συγκινηθεί κανείς απ’ αυτούς, διότι είναι βέβαιον ότι αν δεν κινηθεί παράλληλα με το Κράτος και η ιδιωτική γενναιοδωρία, ασφαλώς η κατάσταση των μαρτύρων αυτών δεν θα μεταβληθεί.
... Γιατί όμως αυτή η εγκατάλειψη των λεπρών στο άνυδρο αυτό ξερονήσι; Γιατί πρέπει να μαρτυρούν οι φριγμένοι λάρυγγές των για μια σταγόνα νερό; Αν δεν τους ποτίσει η θεια πρόνοια με το βρόχινο νερό της, αυτοί δεν πίνουν. Και το βρώμικο αυτό νερό μαζεύεται μέσα από τους ακάθαρτους δρόμους.
Αυτό είναι το μαρτύριο των καταδικασμένων “εγκληματιών” της Σπιναλόγκας, οι οποίοι έκαμαν το μεγάλο έγκλημα δια την κοινωνία μας να αρρωστήσουν.
... Γιατί να μην έχουν οι λεπροί δυο μόνο σπιθαμές γη να καλλιεργούν, όσων τα δάκτυλα μπορούν να σφίξουν ακόμη την τσάπα, ένα χωραφάκι, ένα μποστάνι, ένα περβόλι. Ετσι σιγά σιγά, με την εργασία, με κάποια απασχόληση θα βλέπουν μέσα από τους πέπλους της δυστυχίας που σκεπάζουν την αδυνατισμένη τους όραση, ότι υπάρχει στη ζωή μια ζυγαριά που στο ένα της μέρος βαραίνει λίγη χαρά, κάποια ευτυχία, ως αντίβαρο της πικρίας των.
Εκείνη η γυναίκα που έγνεθε μπορούσε να αρμέξει μια δυο κατσίκες να κάνει ένα νοικοκυριό σ’ ένα καθαρό σπιτάκι.
Με πόσον ολίγα πράγματα είναι δυνατόν να δημιουργηθεί κάποια βιώσιμος ζωή. Και πάλιν σκέπτομαι τους φιλανθρώπους της επιδείξεως και του φαρισαϊσμού, οι οποίοι αποφασίζουν να διαθέσουν τον οβολόν του περισσεύματός των δι’ αγαθοεργίας. Σκέπτομαι πόσον θα ήτο προτιμότερη γι’ αυτούς μία ηχώ από ένα στόμα λεπρού που μορφάζει στην παραμόρφωσή του. Άραγε θα συγκινηθεί κανείς απ’ αυτούς, διότι είναι βέβαιον ότι αν δεν κινηθεί παράλληλα με το Κράτος και η ιδιωτική γενναιοδωρία, ασφαλώς η κατάσταση των μαρτύρων αυτών δεν θα μεταβληθεί.
Ο Μανώλης Φουντουλάκης πέρασε από τη Σπιναλόγκα και επέζησε |
Η φωνή απελπισίας των λεπρών
Θα ήμουν ευτυχής αν έβλεπα έστω και μίαν μόνον δωρεάν. Θα ήμουν τρισευτυχής, επαναλαμβάνω, διότι η επιτυχία θα ήτο εδική μου, διότι δεν θα πήγαινε χαμένη η φωνή της απελπισίας των λεπρών, την οποίαν εγώ μετέφερα έως εδώ, έως τα αυτιά της φιλανθρωπίας. Να ιδούμε...
... Οι λεπροί πρέπει να μεταφερθούν από την Σπιναλόγγαν...
Εγραψα χθες για την μαρτυρική ζωή της άμοιρης αυτής κοινωνίας των αποδιοπομπαίων, για την αδικία που ραβδίζει αλύπητα αυτές τις πονεμένες ψυχές, για την φρίκη που προξενεί σε κάθε άνθρωπο αυτό το απεχθές περιβάλλον της Σπιναλόγγας. Και όμως ανάμεσα στα σιωπηλά, ερειπωμένα μουράγια του παλαιού φρουρίου, στους άνυδρους βράχους, στον ήλιο και στη μανία των ανέμων του Κρητικού πελάγους, ζουν άνθρωποι φυλακισμένοι. Δεν είναι άνθρωποι του φόνου και του κακουργήματος, δεν είναι αιμοβόροι ληστές που τυραννιούνται καταδικασμένοι εις τα ισόβια αυτά δεσμά, δεν είναι δολοφόνοι, απατεώνες, πλαστογράφοι που πληρώνουν εις την ανθρώπινη δικαιοσύνη τα αμαρτήματά των, είναι δυστυχισμένες υπάρξεις που η μοίρα τις έκαμε με σαρακοφαγωμένα πρόσωπα, χωρίς μάτια, χωρίς μύτες, με ακρωτηριασμένα χέρια, με πόδια ανίκανα να τους κρατήσουν. Τους δυστυχείς αυτούς έπρεπε να προσπαθεί η πολιτεία και η κοινωνία να τους απαλλάσσει όσο το δυνατόν του φόρτου της δυστυχίας των καθιστώντας τους ένα βίο αν όχι ευχάριστο, πάντως άξιον διά μίαν ύπαρξη με αξιώσεις ανθρώπου και όχι σκύλου της νήσου του Βοσπόρου.
Η μεταφορά των λεπρών από της Σπιναλόγγας είναι απαραίτητος. Πρέπει να ιδρυθεί λεπροκομείο με την επιστημονική σημασία της λέξεως, και όχι η Σπιναλόγγα να λέγεται λεπροκομείο, δηλαδή τόπος ισοβίου μαρτυρικής εξορίας. Να ιδρυθεί νοσοκομείο και ιατρείο όπου σοβαροί επιστήμονες να αφιερώσουν την ζωή των εις την μελέτη, ούτως ώστε να προκύψει και κάτι το αποτελεσματικό κατά της νόσου. Κατ΄αυτόν τον τρόπον θα φύγει από την ψυχή των αρρώστων η απελπισία και θα τους γεννηθεί η ελπίς της ιάσεως. Αυτή η αυθυποβαλλομένη ελπίς επιδρά ασφαλέστερα και καλλίτερα από κάθε άλλην θεραπεία εις τις ψυχές που τις παραδέρνει η μαύρη απαισιοδοξία.
Θα ήμουν ευτυχής αν έβλεπα έστω και μίαν μόνον δωρεάν. Θα ήμουν τρισευτυχής, επαναλαμβάνω, διότι η επιτυχία θα ήτο εδική μου, διότι δεν θα πήγαινε χαμένη η φωνή της απελπισίας των λεπρών, την οποίαν εγώ μετέφερα έως εδώ, έως τα αυτιά της φιλανθρωπίας. Να ιδούμε...
... Οι λεπροί πρέπει να μεταφερθούν από την Σπιναλόγγαν...
Εγραψα χθες για την μαρτυρική ζωή της άμοιρης αυτής κοινωνίας των αποδιοπομπαίων, για την αδικία που ραβδίζει αλύπητα αυτές τις πονεμένες ψυχές, για την φρίκη που προξενεί σε κάθε άνθρωπο αυτό το απεχθές περιβάλλον της Σπιναλόγγας. Και όμως ανάμεσα στα σιωπηλά, ερειπωμένα μουράγια του παλαιού φρουρίου, στους άνυδρους βράχους, στον ήλιο και στη μανία των ανέμων του Κρητικού πελάγους, ζουν άνθρωποι φυλακισμένοι. Δεν είναι άνθρωποι του φόνου και του κακουργήματος, δεν είναι αιμοβόροι ληστές που τυραννιούνται καταδικασμένοι εις τα ισόβια αυτά δεσμά, δεν είναι δολοφόνοι, απατεώνες, πλαστογράφοι που πληρώνουν εις την ανθρώπινη δικαιοσύνη τα αμαρτήματά των, είναι δυστυχισμένες υπάρξεις που η μοίρα τις έκαμε με σαρακοφαγωμένα πρόσωπα, χωρίς μάτια, χωρίς μύτες, με ακρωτηριασμένα χέρια, με πόδια ανίκανα να τους κρατήσουν. Τους δυστυχείς αυτούς έπρεπε να προσπαθεί η πολιτεία και η κοινωνία να τους απαλλάσσει όσο το δυνατόν του φόρτου της δυστυχίας των καθιστώντας τους ένα βίο αν όχι ευχάριστο, πάντως άξιον διά μίαν ύπαρξη με αξιώσεις ανθρώπου και όχι σκύλου της νήσου του Βοσπόρου.
Η μεταφορά των λεπρών από της Σπιναλόγγας είναι απαραίτητος. Πρέπει να ιδρυθεί λεπροκομείο με την επιστημονική σημασία της λέξεως, και όχι η Σπιναλόγγα να λέγεται λεπροκομείο, δηλαδή τόπος ισοβίου μαρτυρικής εξορίας. Να ιδρυθεί νοσοκομείο και ιατρείο όπου σοβαροί επιστήμονες να αφιερώσουν την ζωή των εις την μελέτη, ούτως ώστε να προκύψει και κάτι το αποτελεσματικό κατά της νόσου. Κατ΄αυτόν τον τρόπον θα φύγει από την ψυχή των αρρώστων η απελπισία και θα τους γεννηθεί η ελπίς της ιάσεως. Αυτή η αυθυποβαλλομένη ελπίς επιδρά ασφαλέστερα και καλλίτερα από κάθε άλλην θεραπεία εις τις ψυχές που τις παραδέρνει η μαύρη απαισιοδοξία.
Ο Άγιος Παντελεήμονας της Σπιναλόγκας |
Η θεραπεία της λέπρας ακόμη ευρίσκεται εις πειραματικό στάδιο. Εφαρμόζονται ενέσεις ελαίου του ιατρού “Σωλμογκρά” και παρόμοιαι τοόυτων όπως το “αντιλεπρόλ” και ”Ριγκανόλ”, επίσης με κάποιαν σχετικότητα επιτυχίας δοκιμάζεται και το γνωστόν (...) καθώς και η εις τους φυματικούς εφαρμοζομένη θεραπεία ενέσεων χρυσού. Λέγεται ότι μια συστηματική θεραπεία εξ 700-800 ενέσεων σταματά την περαιτέρω δράσιν των μικροβίων της λέπρας ή βακίλων του Χάνσεν.
Εις την Σπιναλόγγα σήμερον η θεραπεία είναι αστεία η δε παρακολούθηση των ασθενών πλημμελεστάτη. Δεν φταίει κανείς. Οι λεπροί δεν έχουν πλέον πεποίθηση εις τίποτε παραδέρνονται στην απελπισία της μοιραίας δυστυχίας των και του επιπροσθέτου μαρτυρίου που τους όρισε η κρατική αναλγησία.
Μερικοί έκαμαν 15-30 ενέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν να ανοίξει η κάθε ένεση και ένα φοβερό πυώδες απόστημα! Η κατάστασή τους τούς εμφανίζεται, και δικαίως, χωρίς την ελαχίστη ακτίνα ελπίδος, με τα ζοφερώτερα χρώματα της απαισιοδοξίας. Δι’ αυτό, επαναλαμβάνω χρειάζονται σοφοί μελετηταί, οίτινες να αναλάβουν την παρακολούθησή των μορφών και των φάσεων της ασθενείας, και οι οποίοι ως σκοπόν της ιατρικής των φιλοδοξίας να θέσουν την ανακάλυψη συστηματικής θεραπείας ικανής να εμπνεύσει την ελπίδα και την πεποίθηση.
Η μετάδοση της ασθένειας
Η μετάδοση της ασθενείας είναι αρκετά μυστηριώδης και εντελώς ανεξιχνίαστος ακόμη. Υπάρχει στην Σπιναλόγγα ιερεύς ο οποίος αντί του ευτελούς μισθαρίου των 2100 δραχμών μηνιαίως και της καλογηρικής πεποιθήσεως ότι κατ’ αυτόν τον τρόπον σώζει την ψυχή του, συζεί τρία χρόνια τώρα με τους λεπρούς και όμως είναι υγιέστατος. Δεν ξέρω εάν τον προστατεύει το ιερατικό του σχήμα, αι προσευχές και η νηστεία ή η τύχη· πάντως υπάρχει και άλλο παράδειγμα εκπληκτικότερο. Μια πλύντρια του λεπροκομείου υγιεστάτη συζεί ερωτικώς με ένα λεπρό, και όμως παρ’ όλον που η αισθηματικότητά της την παρέσυρε πολλές φορές εις το σημείο να ζητά δια της βίας δι’ εμβολιασμού να γίνει και αυτή λεπρή εν τούτοις δεν επέτυχε την ποθουμένη εξομοίωση.
Δια την λέπρα γενικώς παραδέχονται την κληρονομικότητα. Τα τέκνα λεπρών γονέων ίσως να μην έχουν εκδηλώσεις, πάντως εις την δευτέρα ή τρίτη γενεά ασφαλώς θα παρουσιασθεί η κληρονομουμένη κατάρα.
Ασφαλώς πρέπει να παύση η τεκνοποίηση η αναπαραγωγή δια να λείψει η φρικαλέα νόσος. Ευτυχώς ότι η λέπρα εις την Ελλάδα είναι σπανία, του ποσοστού της υπολογιζομένου εις 1 στις 50.000 εν αντιθέσει προς άλλες χώρας που φθάνει και εις 7 τοις 100.
Δια να εκλείψει η απαισία νόσος πρέπει να παύση η τεκνοποίηση των λεπρών
«Διαρκή ερεθισμόν εις τας φυσικάς ορμάς..»
... Η λέπρα έχει το κακόν να επιφέρει και διαρκή ερεθισμό εις τας φυσικές ορμές. Ωθεί ακαταπαύστως προς τον έρωτα και την απόλαυση, προς τον αισθησιασμό και την ηδονή.
Οι έρωτες των λεπρών, αι αντιζηλείαι, οι καυγάδες, αι διαμάχες περί μίαν κατάκτηση, αναστατώνουν διαρκώς την μακράν των κοινωνία.
Αναλογίζομαι με φρίκη τους έρωτες αυτούς στις σκοτεινές τρώγλες και συλλογίζομαι εκείνα τα παραμορφωμένα χείλη, αναζητώντας την λεπτή, την απροσδιόριστο ηδονή του φιλήματος των ρομαντικών, προσπαθώ να σχηματίσω εικόνα αγκαλιάσματος με χέρια που δεν αισθάνονται που είναι ξερά σαν κούτσουρα και δεν έχουν δύναμη να σφίξουν, και ζητώ να καταλάβω τι συναίσθημα κυριαρχεί μέσα τους καταπνίγοντας όλη αυτή την αποκρουστική εντύπωση.
Και όμως οργιάζουν καθώς μαθαίνω. Οργιάζουν σαν τα ζώα, μη ζητώντας κανένα αισθησιασμό, αλλά απλώς την βάρβαρη ικανοποίηση μιας ορισμένης φυσικής ορμής. Και οι γυναίκες γεννοβολούν διαιωνίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπον, την δυστυχία μιας καταραμένης ζωής, από γενεάς εις γενεά, γιατί, καθώς και χθες έγραφα, η ασθένεια αυτή είναι και κληρονομική.
Προ ετών έκαμαν πειράματα διασώσεως των νεογέννητων, τα έφερναν εδώ εις το βρεφοκομείο και αργότερα εις το νοσοκομείο λοιμωδών νόσων.
Τα περισσότερα ξαναγύρισαν στην Σπιναλόγκα άρρωστα.
Η μετάδοση της ασθενείας είναι αρκετά μυστηριώδης και εντελώς ανεξιχνίαστος ακόμη. Υπάρχει στην Σπιναλόγγα ιερεύς ο οποίος αντί του ευτελούς μισθαρίου των 2100 δραχμών μηνιαίως και της καλογηρικής πεποιθήσεως ότι κατ’ αυτόν τον τρόπον σώζει την ψυχή του, συζεί τρία χρόνια τώρα με τους λεπρούς και όμως είναι υγιέστατος. Δεν ξέρω εάν τον προστατεύει το ιερατικό του σχήμα, αι προσευχές και η νηστεία ή η τύχη· πάντως υπάρχει και άλλο παράδειγμα εκπληκτικότερο. Μια πλύντρια του λεπροκομείου υγιεστάτη συζεί ερωτικώς με ένα λεπρό, και όμως παρ’ όλον που η αισθηματικότητά της την παρέσυρε πολλές φορές εις το σημείο να ζητά δια της βίας δι’ εμβολιασμού να γίνει και αυτή λεπρή εν τούτοις δεν επέτυχε την ποθουμένη εξομοίωση.
Δια την λέπρα γενικώς παραδέχονται την κληρονομικότητα. Τα τέκνα λεπρών γονέων ίσως να μην έχουν εκδηλώσεις, πάντως εις την δευτέρα ή τρίτη γενεά ασφαλώς θα παρουσιασθεί η κληρονομουμένη κατάρα.
Ασφαλώς πρέπει να παύση η τεκνοποίηση η αναπαραγωγή δια να λείψει η φρικαλέα νόσος. Ευτυχώς ότι η λέπρα εις την Ελλάδα είναι σπανία, του ποσοστού της υπολογιζομένου εις 1 στις 50.000 εν αντιθέσει προς άλλες χώρας που φθάνει και εις 7 τοις 100.
Δια να εκλείψει η απαισία νόσος πρέπει να παύση η τεκνοποίηση των λεπρών
«Διαρκή ερεθισμόν εις τας φυσικάς ορμάς..»
... Η λέπρα έχει το κακόν να επιφέρει και διαρκή ερεθισμό εις τας φυσικές ορμές. Ωθεί ακαταπαύστως προς τον έρωτα και την απόλαυση, προς τον αισθησιασμό και την ηδονή.
Οι έρωτες των λεπρών, αι αντιζηλείαι, οι καυγάδες, αι διαμάχες περί μίαν κατάκτηση, αναστατώνουν διαρκώς την μακράν των κοινωνία.
Αναλογίζομαι με φρίκη τους έρωτες αυτούς στις σκοτεινές τρώγλες και συλλογίζομαι εκείνα τα παραμορφωμένα χείλη, αναζητώντας την λεπτή, την απροσδιόριστο ηδονή του φιλήματος των ρομαντικών, προσπαθώ να σχηματίσω εικόνα αγκαλιάσματος με χέρια που δεν αισθάνονται που είναι ξερά σαν κούτσουρα και δεν έχουν δύναμη να σφίξουν, και ζητώ να καταλάβω τι συναίσθημα κυριαρχεί μέσα τους καταπνίγοντας όλη αυτή την αποκρουστική εντύπωση.
Και όμως οργιάζουν καθώς μαθαίνω. Οργιάζουν σαν τα ζώα, μη ζητώντας κανένα αισθησιασμό, αλλά απλώς την βάρβαρη ικανοποίηση μιας ορισμένης φυσικής ορμής. Και οι γυναίκες γεννοβολούν διαιωνίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπον, την δυστυχία μιας καταραμένης ζωής, από γενεάς εις γενεά, γιατί, καθώς και χθες έγραφα, η ασθένεια αυτή είναι και κληρονομική.
Προ ετών έκαμαν πειράματα διασώσεως των νεογέννητων, τα έφερναν εδώ εις το βρεφοκομείο και αργότερα εις το νοσοκομείο λοιμωδών νόσων.
Τα περισσότερα ξαναγύρισαν στην Σπιναλόγκα άρρωστα.
Στα ξένα λεπροκομεία
Στα ξένα λεπροκομεία, δια’ ακτινοθεραπείας καθιστούν τους άνδρας ανικάνους προς γονιμοποίηση, ούτως ώστε να μη φέρουν εις τον κόσμο υπάρξεις καταδικασμένες εις το σκληρό αυτό μαρτύριο.
Είναι ο μόνος τρόπος να μετριασθεί τουλάχιστον, αν όχι να εξαλειφθεί παντελώς η λέπρα.
Όταν παύση η διαρκής αναδημουργία υπάρξεων με την αυτήν εκ γενετής καταδίκη, όταν δεν έρχονται εις τον κόσμο πλέον βρέφη με τους βακίλλους του Χάνσεν εις το αίμα τους, όταν από τα σπλάγχνα μιας λεπρής μητέρας δεν θα παραδίδεται εις την επόμενη γενεά, η απαισία κληρονομία, τότε υπάρχει ελπίς να λιγοστέψουν και να εκλείψουν, ίσως οι πελάτες της κολάσεως αυτής.
Εάν επί τέλους συγκινηθεί η κρατική αστοργία και μεταφερθούν οι λεπροί, εάν ιδρυθεί νοσοκομείο άρτιο με όλες τις επιβαλλόμενες επιστημονικές εγκαταστάσεις, τότε δεν πρέπει να λησμονηθεί το απαραίτητο των ακτίνων.
Στα ξένα λεπροκομεία, δια’ ακτινοθεραπείας καθιστούν τους άνδρας ανικάνους προς γονιμοποίηση, ούτως ώστε να μη φέρουν εις τον κόσμο υπάρξεις καταδικασμένες εις το σκληρό αυτό μαρτύριο.
Είναι ο μόνος τρόπος να μετριασθεί τουλάχιστον, αν όχι να εξαλειφθεί παντελώς η λέπρα.
Όταν παύση η διαρκής αναδημουργία υπάρξεων με την αυτήν εκ γενετής καταδίκη, όταν δεν έρχονται εις τον κόσμο πλέον βρέφη με τους βακίλλους του Χάνσεν εις το αίμα τους, όταν από τα σπλάγχνα μιας λεπρής μητέρας δεν θα παραδίδεται εις την επόμενη γενεά, η απαισία κληρονομία, τότε υπάρχει ελπίς να λιγοστέψουν και να εκλείψουν, ίσως οι πελάτες της κολάσεως αυτής.
Εάν επί τέλους συγκινηθεί η κρατική αστοργία και μεταφερθούν οι λεπροί, εάν ιδρυθεί νοσοκομείο άρτιο με όλες τις επιβαλλόμενες επιστημονικές εγκαταστάσεις, τότε δεν πρέπει να λησμονηθεί το απαραίτητο των ακτίνων.
Καυγάδες για κάθε νεοεισερχόμενη
... Κάθε νεόφερτη στην Σπιναλόγκα αποτελεί μοιραίως και νομίμως την σύντροφο του ισχυρότερου. Ο κουτσαβακισμός δεν λείπει απ’ εκεί μέσα. Κατά τα κρητικά έθιμα οι ερίζοντες περί μίαν κατάκτησιν στολίζονται με γιορτινά, με βασιλικό εις το αυτί και με κουμπούρες εις την ζώνην.
Την ημέρα που πήγα είχαν απομονώσει δύο λεπρούς αδελφούς οι οποίοι επρόκειτο να εκτοπισθούν εις το λεπροκομείον της Σάμου, ακριβώς δια τον λόγον ότι είχον τρομοκρατήσει με τους ψευδοπαλληκαρισμούς των την μικράν πολιτείαν.
Συλλογίζομαι πως μια νεόφερτη που ως χθες ζούσε στην κοινωνία μας, που ασφαλώς η καρδιά της τρεφόνταν με την ιδέαν ενός ωραίου συζύγου, που στο όνειρό της έβλεπε την μορφή του καλού της και στον ξύπνο της ενεσάρκωνε το είδωλον της φαντασίας της εις το πρόσωπον κάποιου ευσταλούς νέου, πώς είναι δυνατόν να δεχθή χωρίς τον φόβον παραφροσύνης το απότομον χτύπημα της τύχης να συνενώση την ζωήν της με τον μοιραίον λεπρόν που θα κατορθώση να την κάνη δική του.
Σκέπτομαι την απότομη αλλαγή, τον ψυχικό αυτό κλονισμό που τους ξεριζώνει κάθε προηγούμενο αίσθημα και σκέψι, κάθε αντίληψι, κάθε συνήθεια, και τους αφομοιώνει σε μια ζωή κάθε άλλο ανθρώπινη.
Σκέπτομαι με απορία πώς οι άνθρωποι αυτοί τις πρώτες στιγμές, στον ψυχικό σάλο της πρώτης απελπισίας, δεν αυτοκτονούν... Και όμως, καθώς από όλους ήκουσα και καθώς ο ίδιος αντελήφθην, δεν υπάρχουν πλέον φιλόζωοι άνθρωποι απ’ αυτούς. Αγαπούν αυτό που τους μένει.
... Και ο ναΐσκος της Σπιναλόγκας δέχεται πολλές φορές ζευγαρωμένους λεπρούς που ζητούν να ενωθούν και με την ευλογίαν της εκκλησίας. Και ο ρασοφόρος που εδέχθη αυτήν την θέσι με την ελπίδα της σωτηρίας της ψυχής του και του μισθαρίου των 1.200 δρχ. (και όχι 2.100 όπως εκ τυπογραφικής αβλεψίας εγράφη χθες) ευλογεί τους γάμους αυτούς χωρίς διατυπώσεις, πομπάς, κουφέτα και νυμφικούς πέπλους.
Αραγε τι άλλο μένει πλέον χαραγμένο στη μονότονα σκοτεινή και αιωνίως μαύρη ζωή της νήσου των λεπρών, από τη μικρή αυτή λειτουργική και κοινωνική τελετή...
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΓΟΥΡΟΣ
Την ημέρα που πήγα είχαν απομονώσει δύο λεπρούς αδελφούς οι οποίοι επρόκειτο να εκτοπισθούν εις το λεπροκομείον της Σάμου, ακριβώς δια τον λόγον ότι είχον τρομοκρατήσει με τους ψευδοπαλληκαρισμούς των την μικράν πολιτείαν.
Συλλογίζομαι πως μια νεόφερτη που ως χθες ζούσε στην κοινωνία μας, που ασφαλώς η καρδιά της τρεφόνταν με την ιδέαν ενός ωραίου συζύγου, που στο όνειρό της έβλεπε την μορφή του καλού της και στον ξύπνο της ενεσάρκωνε το είδωλον της φαντασίας της εις το πρόσωπον κάποιου ευσταλούς νέου, πώς είναι δυνατόν να δεχθή χωρίς τον φόβον παραφροσύνης το απότομον χτύπημα της τύχης να συνενώση την ζωήν της με τον μοιραίον λεπρόν που θα κατορθώση να την κάνη δική του.
Σκέπτομαι την απότομη αλλαγή, τον ψυχικό αυτό κλονισμό που τους ξεριζώνει κάθε προηγούμενο αίσθημα και σκέψι, κάθε αντίληψι, κάθε συνήθεια, και τους αφομοιώνει σε μια ζωή κάθε άλλο ανθρώπινη.
Σκέπτομαι με απορία πώς οι άνθρωποι αυτοί τις πρώτες στιγμές, στον ψυχικό σάλο της πρώτης απελπισίας, δεν αυτοκτονούν... Και όμως, καθώς από όλους ήκουσα και καθώς ο ίδιος αντελήφθην, δεν υπάρχουν πλέον φιλόζωοι άνθρωποι απ’ αυτούς. Αγαπούν αυτό που τους μένει.
... Και ο ναΐσκος της Σπιναλόγκας δέχεται πολλές φορές ζευγαρωμένους λεπρούς που ζητούν να ενωθούν και με την ευλογίαν της εκκλησίας. Και ο ρασοφόρος που εδέχθη αυτήν την θέσι με την ελπίδα της σωτηρίας της ψυχής του και του μισθαρίου των 1.200 δρχ. (και όχι 2.100 όπως εκ τυπογραφικής αβλεψίας εγράφη χθες) ευλογεί τους γάμους αυτούς χωρίς διατυπώσεις, πομπάς, κουφέτα και νυμφικούς πέπλους.
Αραγε τι άλλο μένει πλέον χαραγμένο στη μονότονα σκοτεινή και αιωνίως μαύρη ζωή της νήσου των λεπρών, από τη μικρή αυτή λειτουργική και κοινωνική τελετή...
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΓΟΥΡΟΣ
(πηγή: εφημερίδα «Πατρίς»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου