Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

Μηχανιώτης διαπρέπει στο Σαντάνσκι της Βουλγαρίας


Ένας συμπατριώτης μας από τη Νέα Μηχανιώνα διαπρέπει στο Σαντάνσκι της Βουλγαρίας, κάνοντας «χρυσές δουλεές» με το εστιατόριο που άνοιξε εκεί και το οποίο είναι στολισμένο εσωτερικά με φωτογραφίες της Μηχανιώνας αλλά και της ποδοσφαιρικής της ομάδας, του «Ποσειδώνα». Τα στοιχεία αυτά, τα πληροφορηθήκαμε στο ενδιαφέρον ρεπορτάζ που έκανε για το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η δημοσιογράφος κ.Εύη Σοφιανού, το οποίο μπορείτε να το διαβάσετε στη συνέχεια.

«Σάββατο πρωί και ο ήλιος δείχνει τα "δόντια" του στο Σαντάνσκι, τη γνωστή στους Βορειοελλαδίτες - και όχι μόνο - βουλγαρική πόλη, αφού πέρα από το γεγονός ότι τουλάχιστον την τελευταία πενταετία έχει καταστεί το σούπερ μάρκετ και ο …οδοντίατρος της γειτονιάς, αποτελεί και καταφύγιο για πολλούς Έλληνες συνταξιούχους, που με την πενιχρή, για την ελληνική πραγματικότητα, σύνταξη των 500 ευρώ, ζουν "βασιλικά" εκεί. Μάλιστα, έχουν επιλέξει να μένουν μόνιμα στο Σαντάνσκι και "κατεβαίνουν" στην Ελλάδα μόνο τα Σαββατοκύριακα!
Αψηφώντας το κρύο, πηγαίνουμε στο "κλασικό" σημείο συνάντησης, τον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης, στον οποίο συναντάμε μια παρέα κυριών από τη Θεσσαλονίκη, που κάνουν στάση για καφέ στην πόλη και μας λένε πως τελικός προορισμός τους είναι το χιονοδρομικό κέντρο του Μπάνσκο, δημοφιλή προορισμό για πολλούς Έλληνες, λάτρεις του σκι.

Αισθητή η ελληνική παρουσία
Στο Σαντάνσκι, η ελληνική παρουσία είναι αισθητή από τα μέσα της δεκαετίας του '90, όταν πολλοί Έλληνες επιχειρηματίες μετεγκατέστησαν γύρω από την πόλη τις επιχειρήσεις τους (στο μεγαλύτερο ποσοστό τους βιοτεχνίες), καθώς το επιχειρηματικό κλίμα στη γειτονική χώρα, το ευνοϊκό φορολογικό περιβάλλον και το χαμηλό εργατικό κόστος, ήταν σημαντικά κίνητρα για να "εγκαταλείψουν" την Ελλάδα και να επιλέξουν τη γειτονική χώρα για τη δραστηριοποίησή τους.
Η βουλγαρική επιχειρηματική παρουσία, ωστόσο, είναι σχετικά περιορισμένη, καθώς αποτυπώνεται σε καταστήματα μικρού μεσαίου μεγέθους, ικανά να εξυπηρετήσουν βασικές καταναλωτικές ανάγκες (μαγαζιά ένδυσης, υπόδησης κ.α.) και η πόλη θυμίζει ένα καθημερινό "παζάρι". Όπως εξήγησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αλέξανδρος Σαραφίδης, ιδιοκτήτης ελληνικού εστιατορίου στον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης και διαχειριστής του ελληνικού ξενοδοχείου "Thomas Palace", "οι Βούλγαροι επενδύουν στα χιονοδρομικά κέντρα (σ.σ. το Μπάνσκο και το Μπόροβετς) και ρίχνουν την προσοχή τους εκεί".
Ο κ. Σαραφίδης, που μετοίκησε στη Βουλγαρία για μια καλύτερη επιχειρηματική "μοίρα", δεν κλείνει την πόρτα στα πάτρια εδάφη, αν και προς το παρόν, όπως λέει, είναι απίθανο να επιστρέψει. Και στην εύλογη απορία μας, που έχει να κάνει με τους λόγους για τους οποίους παραμένει στη γείτονα, μας χαρίζει ένα χαμόγελο με μια μικρή "δόση" παραπόνου για την ελληνική γραφειοκρατία, το δύσκαμπτο, όπως λέει, νομοθετικό πλαίσιο για του επιχειρηματίες. "Εδώ έχουν καταπληκτικούς νόμους", τονίζει και δεν μας αφήνει περιθώρια να τον "ανακρίνουμε" περισσότερο προκειμένου να διαπιστώσουμε πότε τελικά θα επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του.

Γεμάτο από φωτογραφίες της Μηχανιώνας
Αποχαιρετήσαμε τον κ. Αλέξανδρο, ο οποίος μας υποδέχθηκε, όπως ένας κλασικός Έλληνας- φιλόξενα κι εγκάρδια- το προσωπικό του (Βούλγαροι πολίτες που μιλούν άριστα ελληνικά) και το εστιατόριό του, που είναι γεμάτο από φωτογραφίες της Νέας Μηχανιώνας Θεσσαλονίκης, τόπο καταγωγής του, αλλά και ποδοσφαιρικής ομάδας της πόλης, και βγήκαμε στον πεζόδρομο για να συνεχίσουμε την πορεία μας σ' αυτή την πόλη που κέρδισε, λόγω των φθηνών τιμών των προϊόντων της, τους Έλληνες.
Όπου και αν γυρίσουμε το βλέμμα, βλέπουμε Έλληνες, ακούμε ελληνικά, συνεννοούμαστε άψογα, αφού οι πάντες μιλούν την ελληνική, αντικρίζουμε πινακίδες σε καταστήματα γραμμένες επίσης στα ελληνικά. Και μας προσεγγίζουν μικροπωλητές, που πασχίζουν να βγάλουν - κυριολεκτικά - ένα κομμάτι ψωμί, μιλώντας μας στη γλώσσα μας για να μας δελεάσουν να αγοράσουμε ακόμα και ένα ζευγάρι πλεκτές κάλτσες, τα λεγόμενα "τσουράπια".
Πλησιάζοντας μια ηλικιωμένη κυρία, μ' ένα πρόσωπο "χαρακωμένο" από ρυτίδες, τη ρωτάμε τι δουλειά κάνει κι εκείνη μας δείχνει την πραμάτεια της, προσπαθώντας να μας πουλήσει τα… προϊόντα της. Μας λέει ότι η ζωή δεν είναι τόσο καλή μαζί της, όπως και με χιλιάδες άλλους συμπατριώτες της, που ζουν μόλις με 100 ευρώ το μήνα (σ.σ. ο μέσος μισθός στη Βουλγαρία μόλις είναι περίπου 200 λέβα), αλλά δεν το βάζουν κάτω.
Λίγο πιο πέρα, καταστήματα ένδυσης και υπόδησης, με προϊόντα απομιμήσεων, προσπαθούν να μας τραβήξουν την προσοχή, αλλά όπως παραδέχεται ένας καταστηματάρχης, "από τότε που τα κινέζικα (προϊόντα) μπήκαν στην αγορά, οι δουλειές μας έπεσαν".
Όμως, το Σαντάνσκι "ζει και βασιλεύει", παρά την ''επέλαση'' προϊόντων με χαμηλότερη τιμή. Καθημερινά, Έλληνες απ' όλη τη χώρα μεταβαίνουν στη βουλγαρική πόλη, είτε γιατί τους το είπαν οι φίλοι τους και θέλουν να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους, είτε για να κάνουν τα βασικά ψώνια από μαγαζιά της πόλης, είτε για να δουν φίλους τους.
Περπατώντας στον κεντρικό δρόμο και ψάχνοντας όχι για… Έλληνες αλλά για την ομορφιά που θα μπορούσε να κρύβει η πόλη, διαπιστώνουμε επανειλημμένα ότι η ανέχεια δεν γνωρίζει σύνορα, αφού σε απόσταση μόλις δέκα μέτρων, μας πλησιάζουν 5 άτομα, έφηβοι, εκλιπαρώντας έστω για ένα ευρώ.

Ένας 86χρονος Έλληνας, «ψυχή» της πόλης
Τη γρήγορη -λόγω του κρύου- πορεία μας ανακόπτει μια "μορφή" της πόλης, ο κ. Θανάσης που με περισσή ευθύτητα, μόλις μας ακούει να μιλάμε ελληνικά μας ρωτάει, "αδέρφια από πού είστε", και μας δημιουργεί, άμεσα, μια αίσθηση οικειότητας.
Ο κ. Θανάσης, 86 ετών, βρέθηκε στη Βουλγαρία τον Ιούλιο του 1939, στα σκληρά χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά, όταν εξαναγκάστηκε να αφήσει το μικρό χωριό του στο νομό Σερρών και να μετοικήσει στο Σαντάνσκι. Μόνος πια, αφού η γυναίκα του απεβίωσε, ο 86χρονος "έφηβος", με μάτια που λάμπουν από ειλικρίνεια, μας εξομολογείται ότι πηγαινοέρχεται ορισμένες φορές (Σαντάνσκι - Σέρρες), περισσότερο όμως μένει στη Βουλγαρία και είναι πρόθυμος -χωρίς να πάρει ούτε ένα ευρώ όπως μας τονίζει- να αποτελέσει έναν… κινητό τουριστικό οδηγό.
Το χαρούμενο βλέμμα του κ. Θανάση "συννεφιάζει" -πρόσκαιρα μόνο- όταν αναφέρεται στην πολύ μικρή σύνταξη, που λαμβάνει και με την οποία προσπαθεί να αντεπεξέλθει στους χαλεπούς - για όλους- καιρούς. "Δύσκολα είναι, αλλά δόξα τω Θεώ λέμε", μας αναφέρει και μας αποχαιρετά, ανανεώνοντας το "ραντεβού" μας, σε κάποια άλλη εξόρμησή μας στο Σαντάνσκι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου