Καθησυχαστικός, είναι ο διαπρεπής σεισμολόγος, Βασίλης Παπαζάχος, δηλώνοντας ότι δεν φοβάται για έναν μεγάλο σεισμό που θα μπορούσε να ισοπεδώσει την περιοχή μας, καθώς όπως υπογραμμίζει, δεν υπάρχει ενεργό ρήγμα που να διαπερνά τη Θεσσαλονίκη, γεγονός το οποίο γεννά αισιοδοξία ότι η πόλη και η ευρύτερη περιοχή της δεν κινδυνεύουν.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι παλιά ή νέα κτίσματα που βρίθουν κακοτεχνιών ή είναι καταπονημένα δεν κινδυνεύουν με κατάρρευση. Γι’ αυτό και ο ομότιμος καθηγητής Σεισμολογίας του ΑΠΘ, μιλώντας στην εφημερίδα «Μακεδονία», χαρακτηρίζει τη Θεσσαλονίκη «πόλη προστατεύσιμη και όχι προστατευμένη από τους σεισμούς» και υπογραμμίζει ότι, «εάν κάποτε η πολιτεία αποφασίσει να ελέγξει όλα τα κτίριά της, μπορεί να τη θωρακίσει επαρκώς έναντι των μεγάλων σεισμών».
Ο κ. Παπαζάχος επισήμανε ότι είναι «ζωτικής σημασίας» θέμα το να γνωρίζουμε εάν μία πόλη είναι χτισμένη πάνω σε ρήγμα. «Οι επιστήμονες γνωρίζουμε ότι, σε περιπτώσεις που το ρήγμα είναι κάτω από μία πόλη, οι συνέπειες του σεισμού είναι άμεσες και σημαντικές, διότι τα αποτελέσματά τους δεν οφείλονται μόνο στην ταλάντωση των κτιρίων αλλά και σε πρωτογενή παραμόρφωση των θεμελίων τους, δηλαδή σε διαφορική κίνηση στις κολόνες», εξηγεί και θυμίζει τις καταστροφικές συνέπειες των σεισμών της Καλαμάτας (1986) και της Αθήνας (1999). Και στις δύο αυτές περιπτώσεις τα ρήγματα διαπερνούσαν την οικιστική περιοχή, με αποτέλεσμα στη μεν Καλαμάτα τα 6,5 Ρίχτερ να καταστήσουν το 70% των κτισμάτων ακατάλληλα, στη δε Αθήνα ο σεισμός των 5,9 βαθμών να αφήσει πίσω του 143 νεκρούς, πολλά κατεστραμμένα κτίρια και περίπου 40.000 άστεγες οικογένειες. Σημειώνει επιπλέον ότι το Τόκιο, όταν το 1923 χτυπήθηκε από 7,9 Ρίχτερ, υπέστη μεγάλες καταστροφές και χάθηκαν περισσότερες από 100.000 ζωές, επειδή το ρήγμα που έδωσε το σεισμό βρισκόταν κάτω από την πόλη.
Ο κ. Παπαζάχος επισήμανε ότι είναι «ζωτικής σημασίας» θέμα το να γνωρίζουμε εάν μία πόλη είναι χτισμένη πάνω σε ρήγμα. «Οι επιστήμονες γνωρίζουμε ότι, σε περιπτώσεις που το ρήγμα είναι κάτω από μία πόλη, οι συνέπειες του σεισμού είναι άμεσες και σημαντικές, διότι τα αποτελέσματά τους δεν οφείλονται μόνο στην ταλάντωση των κτιρίων αλλά και σε πρωτογενή παραμόρφωση των θεμελίων τους, δηλαδή σε διαφορική κίνηση στις κολόνες», εξηγεί και θυμίζει τις καταστροφικές συνέπειες των σεισμών της Καλαμάτας (1986) και της Αθήνας (1999). Και στις δύο αυτές περιπτώσεις τα ρήγματα διαπερνούσαν την οικιστική περιοχή, με αποτέλεσμα στη μεν Καλαμάτα τα 6,5 Ρίχτερ να καταστήσουν το 70% των κτισμάτων ακατάλληλα, στη δε Αθήνα ο σεισμός των 5,9 βαθμών να αφήσει πίσω του 143 νεκρούς, πολλά κατεστραμμένα κτίρια και περίπου 40.000 άστεγες οικογένειες. Σημειώνει επιπλέον ότι το Τόκιο, όταν το 1923 χτυπήθηκε από 7,9 Ρίχτερ, υπέστη μεγάλες καταστροφές και χάθηκαν περισσότερες από 100.000 ζωές, επειδή το ρήγμα που έδωσε το σεισμό βρισκόταν κάτω από την πόλη.
Δεν υπάρχει ενεργό ρήγμα κάτω από την πόλη
Γι’ αυτό είναι ζωτικής σημασίας ζήτημα να ξέρουμε σε ποιες πόλεις είναι ευκολότερη η αντισεισμική προστασία και σε ποιες δυσκολότερες», τονίζει και εξηγεί ότι από τις μέχρι στιγμής έρευνες που έχει κάνει φαίνεται πως το εγκάρσιο της πόλης δεν διαρρηγνύεται από ενεργά ρήγματα. «Προσπάθησα να αντλήσω σχετικά στοιχεία από διάφορες ιστορικές πηγές. Γνώμη μου είναι πως μάλλον επαληθεύεται το ότι δεν υπάρχει ρήγμα που να διαπερνά την πόλη. Δεν φαίνεται δηλαδή από πουθενά, ούτε από ιστορικά στοιχεία ούτε από την αρχαιολογική σκαπάνη, ότι η Θεσσαλονίκη έχει υποστεί κάποια μεγάλη καταστροφή από σεισμό που εκδηλώθηκε στα έγκατά της», δηλώνει. Συμπληρώνει δε ότι η θεωρία αυτή επαληθεύεται και από την αρχαιολογική σκαπάνη, καθώς και από τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες που γίνονται στο πλαίσιο των εργασιών του μετρό. «Σχετικά πρόσφατα επιστήμονες που εξετάζουν αυτού του είδους τα ιστορικά στοιχεία μού έδειξαν έναν πήλινο αγωγό νερού, ηλικίας περίπου 2.000 χρόνων, που είχε αρκετό μήκος και ήταν άφθαρτος. Δεν υπέστη πρωτογενή παραμόρφωση, δεν καταστράφηκε, δεν τεμαχίστηκε. Αν υπήρχε ένα ρήγμα κάτω από την πόλη, αυτό θα παραμόρφωνε όλο το στρώμα κάτω από τις πολυκατοικίες και άρα και τον αγωγό. Το εύρημα αυτό, ομολογώ, με ενθάρρυνε ιδιαίτερα. Για μένα αποτελεί μία πολύ σοβαρή ένδειξη ότι δεν υπάρχει ρήγμα κάτω από την πόλη και αυτό σημαίνει ότι η Θεσσαλονίκη είναι προστατεύσιμη από σεισμούς. Συμβάλλει επίσης στην πεποίθησή μας ότι, αν κάποτε αποφασίσει η πολιτεία να ελέγξει όλα τα κτίρια της πόλης, μπορεί να τη θωρακίσει από τους μεγάλους σεισμούς».
Δεν μας επηρεάζει ο σεισμός της Ιαπωνίας
κ. Παπαζάχος εκτιμά ότι στον ελλαδικό χώρο είναι σχεδόν αδύνατο να ζήσουμε καταστάσεις όπως αυτές που ζει σήμερα η Ιαπωνία. Εξηγεί ότι κατά την ενόργανη περίοδο (τα χρόνια που υπάρχουν σεισμογράφοι) ο ισχυρότερος σεισμός, μεγέθους 7,5 Ρίχτερ, σημειώθηκε το 1956 στη θαλάσσια περιοχή της Αμοργού και προκλήθηκε και τσουνάμι, ενώ από τα ιστορικά στοιχεία προκύπτει ότι το 365 μ.Χ. ένας άλλος μεγάλος σεισμός στη θαλάσσια περιοχή νοτιοδυτικά της Κρήτης προκάλεσε τεράστιο τσουνάμι, που έφτασε μέχρι τις ακτές της Αδριατικής και της Αλεξάνδρειας και κάλυψε τη μισή Σικελία. «Αυτά τα φαινόμενα στο χώρο μας όμως είναι ιδιαίτερα σπάνια. Γίνονται κάθε χίλια χρόνια. Επομένως εμείς δεν απειλούμαστε τόσο σοβαρά από τσουνάμι, αλλά απειλούμαστε από σεισμούς και ιδιαίτερα από σεισμούς που γίνονται κάτω από τις πόλεις μας», σχολιάζει με κατηγορηματικό τρόπο ο κ. Παπαζάχος και μιλά για την ανάγκη αντισεισμικών ελέγχων τουλάχιστον σε όλα τα δημόσια κτίρια. Ο γνωστός σεισμολόγος εμφανίζεται καθησυχαστικός σχετικά με το εάν ο σεισμός της Ιαπωνίας μπορεί να ενεργοποιήσει ρήγματα στη δική μας περιοχή. «Η πιθανότητα διέγερσης ρηγμάτων σε τέτοιες μεγάλες αποστάσεις είναι μηδαμινή», υποστηρίζει…
Τα ρήγματα και τα Ρίχτερ που δίνουν
Τα ρήγματα που μελετήθηκαν από τους ειδικούς του ΑΠΘ και του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου και βρίσκονται κοντά στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης είναι της λεκάνης του Ανθεμούντα, του Ασβεστοχωρίου και της Πυλαίας-Πανοράματος. Από τη μελέτη διαπιστώνεται ότι πρόκειται για νεοτεκτονικά πιθανά ενεργά ρήγματα, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε εναλλακτικά σενάρια για την εκτίμηση της σεισμικής επικινδυνότητας της πόλης, με μέσο αναμενόμενο μέγεθος σεισμού για το ρήγμα του Ανθεμούντα τα 6,5 Ρίχτερ, του Ασβεστοχωρίου τα 4,6 Ρίχτερ και της Πυλαίας-Πανοράματος τα 4,5 Ρίχτερ. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μεγάλοι σεισμοί, που προκάλεσαν σημαντικές ζημιές στην πόλη της Θεσσαλονίκης, είναι κυρίως τρεις, με πρώτο καταγεγραμμένο από ιστορικά στοιχεία αυτόν του 1430, πιθανού μεγέθους 6 Ρίχτερ. Δεύτερος καταγράφεται ο σεισμός των Βασιλικών με πιθανό μέγεθος 6,2 Ρίχτερ και τρίτος και σημαντικότερος ο σεισμός του 1759 με επίκεντρο πολύ κοντά στην πόλη και μέγεθος 6,5 Ρίχτερ.
Για τους πιο πρόσφατους καταστρεπτικούς σεισμούς στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν τρεις χρονικές περίοδοι έξαρσης. Η πρώτη άρχισε με έναν κύριο σεισμό 6,6 Ρίχτερ στην Άσσηρο το 1902, συνεχίστηκε στη Βουλγαρία (1904) με έναν κύριο σεισμό στην Κρέσνα, μεγέθους 7,3 Ρίχτερ, και σταμάτησε με τη σεισμική ακολουθία της χερσονήσου του Άθω. Η δεύτερη περίοδος άρχισε από την περιοχή της σημερινής FΥRΟΜ το 1931 (σεισμός στο Βαλάντοβο, μεγέθους 6,6 Ρίχτερ) και συνεχίστηκε με έναν κύριο σεισμό μεγέθους 7 Ρίχτερ στην Ιερισσό το 1932. Η τρίτη χρονική περίοδος αφορά την περιοχή των λιμνών Λαγκαδά και Βόλβης, με έναν κύριο σεισμό μεγέθους 6,5 Ρίχτερ στον Στίβο τον Ιούνιο του 1978.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου